"Βγήκε από το αμάξι του και στάθηκε κοντά στον γκρεμό. Όπως κάθε φορά δοκίμαζε τα όρια του. Η μαγεία της πόλης κάτω του τον καλούσε κοντά του. Τον φώναζε με τη λάγνα φωνή της, τον προκαλούσε να κάνει ακόμα εκείνο το ένα βήμα που τους χώριζε. Κάθε φορά κάποιο απομεινάρι λογικής μέσα του τον κρατούσε. Ίσως η ελπίδα ότι εκείνη θα γύριζε, ίσως η δειλία του να πέσει, ίσως ο φόβος του σωματικού πόνου που θα ένιωθε όταν το σάπιο κορμί του θα τσακιζόταν στα βράχια. Αλλά αυτό το βράδυ, αυτές οι φωνές μέσα του είχαν πάει ταξίδι. Δεν σκεφτόταν τίποτα πια από αυτά. «Λες και θα λείψω σε κανένα αν απόψε το κάνω» σκέφτηκε. Δεν ήθελε άλλο να νιώθει έτσι. Ήθελε να τελειώνει με όλα αυτά τα μάταια βάσανά του. Ήθελε να δει μια τελευταία φορά το χαμόγελό της, να χαϊδέψει τα μαλλιά της και να την αγκαλιάσει. Το ήθελε τόσο πολύ που το φώναζε μέσα του με όλη του την ψυχή. Τα μάτια της. Τίποτα δε μπορούσε να σβήσει τη φλόγα τους. Μια φλόγα αλλιώτικη, δυνατή και ασταμάτητη. Έκαιγε τα δάκρυα του, τα εξάτμιζε. Όχι, τίποτα δεν μπορούσε να τη σταματήσει. Αγέρωχη και αδίστακτη έκαιγε στον χρόνο δίνοντας άλλον ορισμό στο πέρασμά του. Ήταν αυτή η φλόγα που τον τράβηξε κοντά της. Αχόρταγη και ακατάπαυστη έπινε τη ζωή του, μια ακόμα ζωή θυσία στο βωμό της. Το ήξερε από την πρώτη στιγμή, μια φωνούλα ψυθίριζε μέσα του: «Αυτή η φλόγα θα είναι η καταστροφή σου». Όμως καταστροφή με καταστροφή διαφέρει. Είναι εκείνο το συναίσθημα που έχουμε όλοι κρυμμένο μέσα μας. Το ξέρουμε, το βλέπουμε, είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα. Κι όμως δε σταματάμε αν δεν καούμε στη φλόγα, αν δεν γίνουμε κι εμείς εκείνο το κομμάτι κάρβουνο που αν και νομίζουμε πως είναι κάτι διαφορετικό, κάτι ξεχωριστό και κάτι ουσιαστικό που θα σβήσει για πάντα τη δίψα της. Ξεγελούσε τον εαυτό του μ’ αυτές τις σκέψεις. Ένιωθε δυνατός, ικανός να συνεχίσει να δίνει, να συνεχίσει να αφήνεται. Αν και η μορφή της είχε αρχίσει να γίνεται σκιά του χρόνου, αν και τα φιλιά της δεν τα ένιωθε πια στα χείλη του, τι και αν το σώμα του είχε διώξει τα σημάδια της από πάνω του. Η φλόγα δεν σκόπευε να φύγει. Ήταν η μόνη ανάμνησή του, η καθολική και αργή τιμωρία του. Ποιόν προσπαθούσε να ξεγελάσει; Κανένας δεν είχε ξεφύγει από τη μανία της. Γιατί να ξεχώριζε εκείνος; Τι τον ξεχώριζε; Τι του έδινε κουράγιο να συνεχίσει να ελπίζει; Η φλόγα δεν είχε ψυχή και η ψυχή του είχε πεθάνει. Το ένιωθε αλλά δεν το καταλάβαινε. Το κρύο μέσα του ξεπερνούσε κάθε προηγούμενο. Παράξενο πως η φλόγα δυνάμωνε το κρύο, πως πάγωνε κάθε σημάδι λογικής που του είχε απομείνει. Τίποτα δεν λογάριαζε και τίποτα δεν ποθούσε. Είχε μείνει αιώνιος αιχμάλωτος στη φλόγα των ματιών της."
Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 19, 2007
Απόσπασμα
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου