Τα ρεμπέτικα Τραγούδια και τα ρεμπετάδικα είναι σαφώς γνωστά σε όλους. Το πιο εντυπωσιακό όμως είναι ότι όλο και περισσότερα νέα παιδιά κατακλύζουν τα ρεμπετάδικα και τα υιοθετούν ως στέκι τους. Βιώνουν ένα είδος μουσικής, το μοναδικό που διαθέτει τέτοια διαχρονικότητα αφού έχει μεγαλώσει γενιές και γενιές, κρατώντας τις ρίζες του από απίστευτα παλιούς καιρούς.
Ουσιαστικά τα Ρεμπέτικα έχουν τις ρίζες τους στους Βυζαντινούς Ύμνους, τα παλιά λαϊκά τραγούδια και τους ανατολίτικους ρυθμούς, που γαλουχήθηκαν αιώνες πριν από Έλληνες της Ανατολής. Τα Ρεμπέτικα είναι απλά τραγούδια, είναι τα μόνα που έχουν παραμείνει αναλλοίωτα στο χρόνο, που ξεφεύγουν από οτιδήποτε ευρωπαϊκό, αλλά παράλληλα έχουν κερδίσει ολόκληρη την Υφήλιο με την μοναδικότητά τους.
Η όλη τους αξία και η συνταγή επιτυχίας τους, βασίστηκε στο γεγονός ότι βγήκαν μέσα από απλούς ανθρώπους, ανθρώπους που πόνεσαν, έζησαν μέχρι το μεδούλι την φτώχεια, την καταδίωξη και την άρνηση της κοινωνίας.
Πολλοί είναι οι λόγοι που συνέβαλαν στην ανάπτυξη του Ρεμπέτικου Τραγουδιού. Από τα τραγούδια των κουτσαβάκηδων την περίοδο του 1893-1897, κυρίως από ταγματάρχες του στρατού, μέχρι την ανάγκη των νέων να εκφράσουν τον έρωτά τους στις αγαπημένες τους με καντάδες, συνοδευόμενοι από μελωδίες κιθάρας και μαντολίνου, πριν ακόμα εμφανιστεί στο κατώφλι του Ρεμπέτικου το μπουζούκι.
Οι ταβέρνες και τα καφέ-αμάν όπου μαζευόταν ο λαός και έπινε, κάπνιζε τον ναργιλέ του και τραγουδούσε τα ντέρτια και τους καημούς του, ήταν χώροι που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην διαμόρφωση και διάδοση του Ρεμπέτικου τραγουδιού. Αυτά κυριάρχησαν από το 1900 ως το 1930.
Τα τσιφτετέλια και οι αμανέδες, ξεκίνησαν από τη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη ενώ τα γνωστά σε όλους ζεϊμπέκικα έχουν τις ρίζες τους από πολεμιστές που τους χρησιμοποιούσαν οι σουλτάνοι σε πολέμους. Το 1833 όμως οι ζεϊμπέκηδες προσπάθησαν να επαναστατήσουν και λόγω του θάρρους σε συνδυασμό με την άθελά τους άξεστη αγριότητα που έβγαζαν, βγήκε το βαρύ και γνωστό σε όλους, ζεϊμπέκικο.
Μετά το 1930 πολλοί Έλληνες της Μ. Ασίας, άρχισαν να κατεβαίνουν προς τον Πειραιά και να διαδίδουν το σμυρναίικο τραγούδι που επηρέασε στη συνέχεια το ρεμπέτικο. Το πιο εντυπωσιακό μάλιστα είναι ότι λίγο πριν τους Βαλκανικούς πολέμους, η Ελλάδα είχε πληθυσμό, μόλις 2.600.000 κατοίκους ενώ αντίθετα η Σμύρνη και η Κωνσταντινούπολη που ήταν υπό οθωμανική κατοχή, άγγιζαν ήδη τους 2.500.000 Έλληνες.
Από το 1833 μάλιστα γύρω στους 1.500.000 Έλληνες μετανάστευσαν στην Αμερική ιδίως στη Νέα Υόρκη και Σικάγο όπου άρχισαν να γίνονται προσπάθειες ηχογραφήσεων. Το πιο σημαντικό όμως, είναι ότι οι πρώτες πραγματικές ηχογραφήσεις Ρεμπέτικων τραγουδιών, ξεκίνησαν από την Σμύρνη το 1910 ενώ στην Ελλάδα ήρθαν μετά από 15 ολόκληρα χρόνια.
Το μπουζούκι ήταν το κατ' εξοχήν χαρακτηριστικό όργανο και ταυτισμένο απόλυτα με το Ρεμπέτικο Τραγούδι. Αν και πρωτεργάτες του ουσιαστικά θεωρούνται ο Βαμβακάρης και ο Τσιτσάνης, υπάρχουν φωτογραφίες που μαρτυρούν την ύπαρξη του ταμπουρά, παρόμοιου μουσικού οργάνου, στα χέρια του Ρήγα ενώ φωτογραφίες του Κολοκοτρώνη μαζί με τους κλέφτες του 1821 τους παρουσιάζουν να σέρνουν όπου πήγαιναν τον ταμπουρά, για να ξεχνιούνται με το τραγούδι.
Χαρακτηριστικό αξεσουάρ των ρεμπετών, ήταν το κομπολογάκι για το οποίο έχουν γραφτεί πολλά τραγούδια. Το θεωρούσαν κάτι σαν γούρι, έναν τρόπο να ξεχνούν τις δύσκολες ώρες των καιρών εκείνων. "Οι χάντρες σταλάζοντας μουδιάζουν την σκέψη και ερεθίζουν την φαντασία", όπως υποστήριζαν πολλοί ρεμπέτες.
Ακόμα και το ντύσιμο των ρεμπετών χαρακτηριζόταν από το χρώμα μαύρο, του πένθους, για να εκφράζουν τον πόνο και την μιζέρια της εποχής. Το 1937 επί δικτατορίας του Μεταξά, το ρεμπέτικο τραγούδι, απαγορεύεται. Μετά την λήξη της κατοχής το 1946 οι Δισκογραφικές Εταιρείες, 4 συνολικά που υπήρχαν τότε, βγάζουν τους πρώτους δίσκους στο εμπόριο. Η λογοκρισία στο Ρεμπέτικο, συνέχισε στην ουσία να υπάρχει μέχρι και πρόσφατα, αλλά τελικά τίποτα δεν έδειξε να πτοεί την άνθισή του.
Πολλοί έχουν συνδέσει το ρεμπέτικο τραγούδι με το χασίς και την παρανομία. Σύμφωνα με τον κ. Κουνάδη, μελετητή επί χρόνια του ρεμπέτικου, το χασίσι ή πιο σωστά ινδική κάνναβη, το καλλιεργούσαν αρχικά στην Μ. Ασία για λόγους αγροτικής καλλιέργειας. Από αυτό παρήγαν 40 προϊόντα (λάδι, οινόπνευμα, καύσιμα, ίνες).
Αν και το χασίς ποτέ δεν συγκαταλέχθηκε στις ναρκωτικές ουσίες (σύμφωνα μάλιστα με τον ΟΗΕ πρώτες θέσεις βλαπτικότητας έχει το αλκοόλ, η νικοτίνη και το τσάι με 10η θέση το χασίς), το 1919 οι Ευρωπαίοι και οι Αμερικάνοι για να προωθήσουν τις καπνοβιομηχανίες, το απαγόρευσαν. Ο πρώτος νόμος ψηφίστηκε το 1920 ενώ μέχρι το 1936 που εφαρμόστηκε, το χασίς κυκλοφορούσε ανεξέλεγκτα.
Πολύ πιο εύκολα μάλιστα κυκλοφορούσε η ηρωίνη που δεν απαγορεύτηκε ποτέ ουσιαστικά, παρά μόνο τέθηκε σε ιατρικό έλεγχο το 1932 και πουλιόταν κανονικά στα φαρμακεία ως παυσίπονο.
Το 1924 πραγματοποιήθηκε Διάσκεψη στη Λοζάννη με πρωταγωνιστές τις ΗΠΑ, την Αίγυπτο και την Τουρκία. Ζητήθηκε από την μεν Τουρκία, να σταματήσει την διακίνηση της ινδικής κάνναβης και από την Αίγυπτο το όπιο που τότε στις σωστές δόσεις βέβαια, θεωρούντο κατά ένα μέρος παυσίπονο, ώστε να προωθηθούν πιο εύκολα οι καπνοβιομηχανίες. Όσοι λοιπόν έγραφαν Ρεμπέτικα τραγούδια και δη χασικλίδικα καταδιώκονταν και θεωρούντο παράνομοι.
Μέσα σε αυτούς είχαν καταταγεί και οι γνωστοί μεγάλοι συνθέτες της εποχής: Βαμβακάρης, Μπάτης, Τούντας και Τσιτσάνης. Ένα από τα γνωστά χασικλίδικα που πρωτοτραγούδησε ο Τσιτσάνης ήταν:
"Βρ' άντε, κάτω από τα ραδίκια κάθονται δυο πιτσιρίκια / άντε και φουμάρουνε το μαύρο, τόνα πόδι, πάνω στ' άλλο".
Συνοπτικά, αυτοί που θεμελίωσαν το Ρεμπέτικο, ήταν η γνωστή Τετράδα του Πειραιά, από τις πρώτες ορχήστρες που δημιουργήθηκαν, από τους Μάρκο Βαμβακάρη, Γιώργο Μπάτη, Στράτο Παγιουμτζή και Ανέστη Δελιά.
Ο τελευταίος μάλιστα ήταν ο μόνος που πέθανε από χρήση ηρωίνης σε ηλικία 29 χρονών αφήνοντας πίσω του 8 υπέροχα τραγούδια με πιο γνωστό "Μες στης πόλης το χαμάμ". Από το 1932 η Τετράδα του Πειραιά μπαίνει στην δισκογραφία και μαζί με τον πρώτο δίσκο του Τσιτάνη το 1937 το Ρεμπέτικο αρχίζει πραγματικά να ανθίζει.
Την ίδια περίοδο κάποιες πολλά υποσχόμενες γυναικείες φωνές, κάνουν την εμφάνιση τους, όπως η Ιωάννα Γεωργακοπούλου, η Ρόζα Εσκενάζυ και αργότερα η Σωτηρία Μπέλου.
1 σχόλιο:
Καλημέρα από Τρίκαλο. Έφτασα τελικά εδώ και ετοιμάζομαι να πάω Ασκληπιού για καφέ.
Δημοσίευση σχολίου