Ο πρωτευουσιάνος
Έφυγε μικρό παιδί από το χωριό και πήγε στην πόλη. Δε μπορείς να πεις ότι εκεί έπιασε την καλή, αλλά τα φέρνει βόλτα (η μεταφορά υπολοίπου να είναι καλά.). Παντρεύτηκε μια που γνώρισε μετά την κρίση των τριανταπέντε και έκανε δύο παιδιά μαζί της. Κάθε Πάσχα γυρίζει στο χωριό για να δει τη «γριά» και για να δει όλος ο κόσμος πόσο πρόκοψε το καμάρι της κυρα - Δέσποινας. Μπορεί όπως είπαμε να μην έχει κάνει καμιά περιουσία, αλλά το τζιπ το αγόρασε. Άσχετα αν είναι χρεωμένος μέχρι το λαιμό για να το κρατήσει. Με τι άλλο από αυτό το θηρίο θα έκανε μεγαλύτερη μόστρα; Φυσικά το βράδυ της Ανάστασης θα πάει με αυτό στην πλατεία του χωριού, άσχετα αν είναι 200 μέτρα από το σπίτι. Θα βάλει μέσα τη γυναίκα, τα δύο παιδιά και τη γριά που δε μπορεί να περπατήσει, έτσι για να δουν όλες οι μέγαιρες του χωριού τα μεγαλεία και να καταπιούν τη γλώσσα τους από το κακό τους. Εκεί κάποιοι σύντομοι διάλογοι με παλιούς γνωστούς: «Γεια σου κυρ Ασπασία, χαθήκαμε, τι να κάνεις έχουμε τρεχάματα», έτσι απλά και μόνο για να δείξει πόσο πολυάσχολος έγινε στην πόλη και δε μπορεί να τους συναναστρέφεται πλέον. Τα παιδιά κάνουν μπαμ από μακριά ότι δεν ταιριάζουν στο περιβάλλον. Τα ακουστικά από το νέο ipod στα αυτιά, το τελευταίας τεχνολογίας κινητό στο τσαντάκι και το psp στα χέρια με το οποίο παίζουν μανιωδώς ακόμα και την ώρα της Ανάστασης, ίσα ίσα για να κάνουν τα συνομήλικα τους να ζηλέψουν. Μεγάλη Δευτέρα αφού είδε όλος ο κόσμος πόσο πρόκοψε στην πόλη η παράσταση θα λάβει τέλος. Θα βάλει την οικογένεια στο τζιπ, θα αφήσει τη γριά στη Μολδαβέζα που τη φυλάει (θα την ξαναδεί του χρόνου το Πάσχα πάλι, αν ζει ακόμα.) και θα ακολουθήσει την ουρά για να μπει στο μαντρί του. Έχει ένα χρόνο καταπίεσης από το αφεντικό του μπροστά, πριν ξαναξεσπάσει στους παλιούς συγχωριανούς του.
Η θεούσα
Συνήθως βρίσκεται δίπλα στα κεριά ή δίπλα από τον ψάλτη. Άνω τον 60 (κανείς δεν ξέρει πόσο.) με μαύρη περιβολή από την κορφή ως τα νύχια (κανείς δε την θυμάται να έχει φορέσει κάτι διαφορετικό, λες και το ύφασμα έχει φυτρώσει στο δέρμα), άσπρο μαλλί πιασμένο κότσο μπιφτέκι και αρχή μουστακιού. Δεν έχει χάσει λειτουργία, εσπερινό, χαιρετισμούς, κηδείες, μνημόσυνα τα τελευταία «ν» χρόνια. Είναι μόνιμος θαμώνας στην εκκλησία, τόσο που ο παπάς της έχει δώσει ακόμα και τα κλειδιά. Αυτή την ανοίγει αυτή την κλείνει. Κρατάει μόνιμα ένα κερί στο χέρι και όταν κάνει το σταυρό της ξεκινάει το χέρι από ψηλά πάνω στον τρούλο, το κατεβάζει μέχρι το πάτωμα, στρίβει ολόκληρη δεξιά και μετά ολόκληρη αριστερά. Και όλα αυτά χωρίς να σβήσει το κερί! Έχει μάθει απέξω μέχρι και την τελευταία τελεία, ψέλνει ψιθυριστά τα πάντα, ενώ ταυτόχρονα ελέγχει ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει, κάθε φορά που ανοίγει η πόρτα της εκκλησίας.
Ο μπουζουκόβιος
Μια ιδιαίτερα αναγνωρίσιμη μερίδα ανθρώπων. Καταρχήν από το αυτοκίνητο. Ακόμα και αν δεν έχουν στην κατοχή τους σίγουρα ονειρεύονται να αγοράσουν μια BMW. Μπορεί να κυκλοφορούν ακόμα και με ντατσούνι, αλλά έχουν στο μάτι τον γείτονα που αγόρασε τη νέα μπέμπα. Δεύτερον η εμφάνιση. Κουστούμι με πουκάμισο σε έντονο χρώμα (ας πούμε σκατί κουστούμι με ριγέ μπορντωμπλε πουκάμισο), μερικά κουμπιά ξεκούμπωτα ίσα ίσα να φαίνεται η τρίχα κάγκελο και φυσικά καδίνα επίχρυση. Σκαρπίνι μυτερό, λουστρίνι αν είναι δυνατόν με δύο τρία δαχτυλίδια στο χέρι και πιθανόν ένα - δύο δόντια λιγότερα. Και φυσικά κοιλίτσα. Τρίτον η συμπεριφορά. Με το που θα πατήσουν το πόδι τους στο χώρο όπου έχουν μαζευτεί όλοι για την Ανάσταση δε θα βάλουν γλώσσα μέσα στους. Θα ξεκινήσουν τις χαιρετούρες όσο πιο δυνατά μπορούν. Θα συνεχίσουν με χασκόγελα και διάφορες ατάκες (δυνατά πάντα) με υπονοούμενα και κλείσιμο ματιού. «-Τι, ησυχία για να ακούγεται ο παπάς; Ποιος τον χέζει το γερο-τράγο. Εγώ για το πιπίνι μπροστά ήρθα.»
Ο «ανωτέρου επιπέδου»
Είναι ο κουλτουριάρης της παρέας. Δεν επαγγέλλεται κάτι το συγκεκριμένο, είναι μάλλον κάτι ανάμεσα σε ποιητή, κειμενογράφο σε εφημερίδες περιοδικά και free press, συγγραφέα βιβλίων, διανοούμενο, σχολιαστή των τεκταινομένων και άλλα πολλά. Συχνά αναφέρεται στις σπουδές που έκανε πριν χρόνια στο εξωτερικό. Συνήθως δε, πετάει διάφορα τσιτάτα που αποστήθισε κάποτε και που είναι τόσο ακαταλαβίστικα που δεν τον καταλαβαίνει κανένας. Φυσικά πριν την Ανάσταση θα αρχίσει να εξιστορεί το πώς πέρασε σε διάφορα ψαγμένα μέρη του εξωτερικού (συνήθως) τέτοιες μέρες περασμένων χρόνων. Θα θυμηθεί το Πάσχα σε κάποια Μονή του όρους Σινά, το Πάσχα στο Θιβέτ, το Πάσχα που πέρασε με μια φυλή κάπου στην Τανζανία. Και πριν προλάβεις να τον ρωτήσεις γιατί δεν πήγε φέτος πουθενά, θα σου εξηγήσει ότι πεθύμησε να δει τους παλιούς του φίλους και να θυμηθεί τα νιάτα του. Στην πραγματικότητα όμως έχει ξεμείνει από ρευστό και έτσι θρονιάστηκε στο σπίτι παλιού φίλου ή συγγενή, φιλοξενούμενος πάντα (στο τσάμπα) γιατί έτσι κι αλλιώς το πατρικό το έχει πουλήσει καιρό τώρα.
Το κακομαθημένο
Μικρό παιδάκι, μεγάλος.. διάολος όμως. Κυκλοφορεί ελεύθερο και σε ανοιχτό και σε κλειστό χώρο. Πηγαίνει πέρα δώθε συνεχώς, κυνηγάει τα άλλα παιδάκια, τα παρασύρει, κυλιέται στα χώματα, φωνάζει, κλαίει, του σβήνει συνέχεια το κερί, δε βάζει κώλο κάτω. Οι τριγύρω κοιτάζουν με μισό μάτι το διαολάκι και με το άλλο μισό τη μάνα που προσπαθεί να αδιαφορήσει, αλλά το βλαστάρι της δεν την αφήνει. Αυτή κοιτάζει τον πατέρα λέγοντάς του: «Μάζεψε τον γιό σου.». Και αυτός θα ασκήσει τα πατρικά καθήκοντα λέγοντας «Κακομοίρη μου θα σε κάνω μαύρο στο ξύλο», σηκώνοντάς τον ταυτόχρονα από το αυτί. Ο μικρός θα κάτσει για μερικά δευτερόλεπτα ήσυχος, πριν συνεχίσει να κυνηγάει τα υπόλοιπα παιδάκια για να τους κάψει τα μαλλιά. Και όταν αρχίσει τα ξεφωνητά γιατί ο πατέρας του δεν του ανάβει για 35η φορά τη λαμπάδα του, ο παπάς θα σταματήσει τη λειτουργία καρφώνοντας με το μάτι το μικρό αντίχριστο. Η μαμά που θα ήθελε να ανοίξει η γη να την καταπιεί εκείνη τη στιγμή θα φωνάξει «Άγγελεεεεεεε, κάτσε φρόνιμος γιατί θα πω στον νουνό να πάρει πίσω τη λαμπάδα με το maxsteal που σου έκανε δώρο.»
Η «δε βάζει γλώσσα μέσα της»
Θα τη βρείτε παντού σε πόλη, σε χωριό, εδώ ή στο εξωτερικό. Δεν είναι ανάγκη να είναι γυναίκα (είναι κάτι κουτσομπόλες και οι άντρες!). Το σίγουρο είναι ότι θα σχολιάζει τους πάντες και τα πάντα, θάβοντας τους πάντες και τα πάντα. «Απαπαπαπαπα, τι πήγε και μου φόρεσε αυτή μωρή. Σαν τον επιτάφιο μου ντύθηκε μεγάλη μέρα που είναι σήμερα», «Μμμμμμμμ, είδες ύφος; Μου 'μαθε και το ντόλτσε καμπάνα, ποια, η Αγλαΐα από τους Άνω Μαγουλάδες. Αφού σου λέω από τη λαϊκή την είδα να ψωνίζει». Και φυσικά ξέρει τα τελευταία κουτσομπολιά όπως για το ποιος είναι με ποια:
-«Τα μαθες τα νέα; Μου τα 'πε η κυρα Φρόσω από το μπακάλικο σου λέω. Ο γιός του κυρ Νίκου.
- Ποιός καλέ, εκείνος ο κούκλος;
- Ναι καλέ, αρραβωνιάστηκε με την κόρη της κυρά Μαρίας.
- Ποια εκείνη τη χτικιάρα.
- Ναι σου λέω.
- Ήθελα να ήξερα τι της βρήκε.
- Ε δεν το ξέρεις, του κουνήθηκε λίγο το τσόλι και τον τύλιξε. Τα άλλα όμως τα 'μαθες;
- Τι καλέ;
- Η φουρνάρισσα έπιασε τον άντρα της με το γιο του ταχυδρόμου μέσα στο μαγαζί. Κόλπος πήγε να της έρθει της γυναίκας.
- Α καλέ κρίμα το παιδί αν και φαινόταν από μικρός ότι είναι κουνιστός»
Η στολισμένη
Έχει ένα ύφος χιλίων καρδιναλίων. Δε νοιάζεται αν υπάρχει κάποιος άλλος γύρω της. Έχει ένα μόνιμο χαμόγελο, μάλλον από κάποιο αποτυχημένο «τράβηγμα». Όταν γυρίσει δε και διασταυρωθεί το βλέμμα της με κάποιου τρίτου (πράγμα σπάνιο καθώς δεν κοιτάει χαμηλά), θα το κάνει με εκείνο το ξινισμένο υφάκι λες και είδε κάποιο σίχαμα. Έχει περάσει απίστευτη προετοιμασία για αυτό το βράδυ της Ανάστασης. Έχει χτιστεί από πάνω μέχρι κάτω. Εκτός της πλαστικής που διόρθωσε κάποιες ρυτίδες, έχει κάνει λιποαναρρόφηση, χαλάουα, αποτρίχωση, μπικίνι (!), λέιζερ παντού, νύχια, βλεφαρίδες, απολέπιση, τρεις ώρες την εβδομάδα power yoga τους τελευταίους πέντε μήνες και φυσικά κομμωτήριο. Να φανταστείς το βράδυ κάθισε στον καναπέ για να μη χαλάσει το μαλλί στο κρεβάτι. Και από ρούχα; Έκανε μια μίνι περιοδεία σε Μιλάνο - Παρίσι - Λονδίνο και Νέα Υόρκη για να καταλήξει σε ένα ταπεινό ζευγάρι manolo παπούτσια, ένα φόρεμα Versage και μια μικροσκοπική τσαντούλα Gucci. Έχει αδειάσει όλο το μπουκαλάκι με το άρωμα πάνω της, που και σε μεγάλη πλατεία να πάει δε χρειάζεται να έχει κανένας άλλος. Μυρίζει για όλους το δικό της. Και από μακιγιάζ; Στις πέντε το απόγευμα έκατσε μπροστά από τον καθρέπτη και κόντεψε να τον αναστήσει εκεί τον Χριστό.
Μας γκάστρωσες παπά
Είναι ο βιαστικός. Κάνει την αγγαρεία της Ανάστασης και όλο φωνάζει «Ακόμα; Ακόμα;.». Κοιτάζει συνεχώς το ρολόι, μάλλον από αμηχανία. Στην πραγματικότητα δεν έχει να κάνει κάτι το ιδιαίτερο, το πολύ πολύ να πάει να φάει μαγειρίτσα μετά. Αλλά βιάζεται συνεχώς. Έχει βαρεθεί τα ίδια και τα ίδια, αλλά βαριέται και να μείνει σπίτι. Για αυτό ακολούθησε τους φίλους ή τους συγγενείς του, αν και τους βαριέται. Βαριέται την αναμονή, βαριέται τις λαμπάδες, βαριέται τις κροτίδες, βαριέται τα πυροτεχνήματα, βαριέται τα τυπικά φιλιά στον αέρα, βαριέται το φαγοπότι της Κυριακής. Για αυτό βιάζεται, στα πάντα. Αν και ξέρει ότι ακόμα και κάτι άλλο να κάνει θα βαριέται. είναι σίγουρα όμως επίμονος και θα συνεχίσει με τη νευρικότητά του να σπάει και τα νεύρα των υπολοίπων που είναι γύρω του. «Άντε παπα Μιχάλη ακόμα; Μας γκάστρωσες. Σήμερα βρήκες να τα πεις όλα;»
Ο παπάς
Είναι ο αδικημένος των ημερών. Αυτός θα είναι όλη την εβδομάδα στην εκκλησία ψέλνοντας συνεχώς, αυτός θα πρέπει να ανεχτεί και όλους τους αντίχριστους που μαζεύτηκαν τάχα για την Ανάσταση το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου. Σίγουρα θα ρίχνει ένα δίκιο στον Ηρώδη, όταν ο μικρός Γιωργάκης θα θελήσει να παίξει κυνηγητό γύρω από τις αναμμένες λαμπάδες. Θα φτάσει στα όριά του όταν σταματήσει τη λειτουργία για εικοστή φορά θέλοντας να παρατηρήσει τις κουτσομπόλες που κάθονται δίπλα του. Θα αναπολήσει τα σόδομα όταν θα πάρει χαμπάρι ότι ο κουστουμαρισμένος πενηντάρης έχει καρφώσει το πιπίνι με τη φουστοζώνη και του τρέχουν τα σάλια, προσδοκώντας τη δική του Ανάσταση. Θα έρθει στο κιχ να βλαστημήσει όταν δε θα τον αφήσουν οι κροτίδες και τα πυροτεχνήματα να πει τίποτα παραπάνω από το «Χρ». Αλλά τι να κάνει, είναι αυτός που πρέπει να κάτσει μέχρι της δύο στην εκκλησία μαζί με τη θεούσα, αλλά σκέφτεται ότι ο Θεός είναι μεγάλος. Ήρωας!
ΥΣ) Ένα μεγάλο Ευχαριστώ στο Χάρη που μου έστειλε το email.Με έκανες και γέλασα μπαγάσα!
1 σχόλιο:
Όντως κορυφαίο το email. Το διάβασα κατόπιν εορτής αλλά είναι τρελά διαχρονικό!
Χαχα! Την καλησπέρα μου.
Δημοσίευση σχολίου